- εξωραίζομαι
- εξωραίζομαι, εξωραΐστηκα, εξωραϊσμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανθρωπεύω — (Α ἀνθρωπεύομαι) νεοελλ. 1. εξανθρωπίζομαι, μαθαίνω να συμπεριφέρομαι κόσμια, ευπρεπίζομαι, αποκτώ το ήθος και τους τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου 2. (για πράγματα) συγυρίζομαι, εξωραΐζομαι 3. (μτβ.) κάνω κάποιον να είναι κόσμιος και ευπρεπής… … Dictionary of Greek
προωραΐζομαι — Α εξωραΐζομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὡραΐζομαι «στολίζομαι»] … Dictionary of Greek